χαρακιά

χαρακιά
η
1) черта, линия; 2) тех надрез, насечка; 3) тех нарезка (винтовая)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χαρακιά" в других словарях:

  • χαρακιά — η, Ν 1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές») 2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα 3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χαρακιά — η 1. χαραγματιά, ίχνος που προέρχεται από χάραγμα. 2. η γραμμή που χαράζεται με το χάρακα, χαράκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαράκια — χαράκιον tessera neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακίας — χαρακίᾱς , χαρακίας of masc acc pl χαρακίᾱς , χαρακίας of masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακίαν — χαρακίᾱν , χαρακίας of masc acc sg (attic epic doric aeolic) χαρακίας of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • carraza — (¿del gr. «charákia»?; Ar.) f. *Ristra. * * * carraza. (De or. inc.; cf. gr. χαράκια, cat. carràs). f. Hues. ristra (ǁ de ajos o cebollas) …   Enciclopedia Universal

  • εγκοπή — η (AM ἐγκοπή) χαρακιά, εντομή νεοελλ. εσοχή σε αντικείμενο για να προσαρμοστεί σε αντίστοιχη προεξοχή άλλου αντικειμένου αρχ. 1. διακοπή 2. εμπόδιο, κώλυμα …   Dictionary of Greek

  • πριονιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλιθέας. * * * η, Ν τομή, χαρακιά με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… …   Dictionary of Greek

  • σκύταλος — ο, ΝΜ νεοελλ. (νομ.) παρωχημένο αυτοσχέδιο λαϊκό όργανο πιστοχρεώσεων, που ήταν επίμηκες ξύλινο στέλεχος, στο οποίο οι συναλλασσόμενοι χάραζαν με αιχμηρό όργανο έτσι ώστε κάθε χαρακιά να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη δοσοληψία προκαθορισμένης… …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκάς — ο, Ν 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά 2. τατουάζ 3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»